κοπτικῶν

κοπτικῶν
κοπτικός
murderous
fem gen pl
κοπτικός
murderous
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ακονόπετρα — ή ακονόλιθος τεχνολ. φυσική ή τεχνητή πέτρα που χρησιμοποιείται για το ακόνισμα κοπτικών εργαλείων …   Dictionary of Greek

  • κοχλιοτόμος — Εργαλειομηχανή που εκτελεί την κοχλιοτόμηση, δηλαδή την εκσκαφή της ελίκωσης ενός κοχλία κατά μήκος μιας κυλινδρικής επιφάνειας. Η κοχλιοτόμηση εφαρμόζεται στην εσωτερική ή στην εξωτερική επιφάνεια του κυλίνδρου. Η πρώτη εκτελείται με αρσενικό κ …   Dictionary of Greek

  • τροχείο — το / τροχεῑον, ΝΜΑ [τροχός] νεοελλ. τεχνολ. α) εργαστήριο τρόχισης κοπτικών εργαλείων και σκευών με λειαντικό τροχό β) συνεκδ. μηχανή με την οποία εκτελείται η κατεργασία τής τρόχισης αρχ. (με υποκορ. σημ.) μικρός τροχός, τροχίσκος …   Dictionary of Greek

  • τροχιστής — ο, Ν τεχνίτης ειδικός στο ακόνισμα κοπτικών εργαλείων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

  • υπερευτηκτοειδής — ές, Ν (χημ. μεταλργ·) 1. χαρακτηρισμός ενός κράματος στο οποίο η περιεκτικότητα ενός από τα συστατικά του είναι μεγαλύτερη τής ευτηκτοειδούς αναλογίας 2. φρ. «υπερευτηκτοειδής χάλυβας» (μεταλργ.) χάλυβας με περιεκτικότητα 0,9% 1,3% σε άνθρακα, ο… …   Dictionary of Greek

  • φρέζα — Εργαλειομηχανή που πραγματοποιεί το φρεζάρισμα, μηχανουργική κατεργασία στην οποία γίνεται εκμετάλλευση της περιστροφικής κίνησης ενός κυλινδρικού εργαλείου (φρέζα), στην περιφέρεια του οποίου υπάρχει μια σειρά κοπτικών πτερυγίων. Όταν το… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… …   Dictionary of Greek

  • κοχλιοτομέας — Εργαλείο των κοχλιοτομικών μηχανών για εξωτερικές ελικώσεις. Αποτελείται από μια ομάδα μονοκοπτικών εργαλείων, τα οποία είναι τοποθετημένα στο εσωτερικό μιας κοίλης επιφάνειας. Στη χειροκίνητη κοχλιοτόμηση συνηθίζεται να εκτελούνται τρία πάσα… …   Dictionary of Greek

  • πομπεντίτ — Σκληρό συσσωματωμένο κράμα, που παράγεται με την τεχνική της κονιομεταλλουργίας από μονοκαρβίτερου, διοικητή του στόλου, που είχε σπεύσει να βοηθήσει τους Πομπηιανούς. Η Π. έχει μοναδική σημασία για τη ρωμαϊκή αρχαιολογία, γιατί η βροχή από τέφρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”